- εἱλύσω
- εἰλύ̱σω , εἰλύωenfoldfut ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἰλύσω — εἰλύ̱σω , εἰλύω enfold fut ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλύω — εἰλύω (Α) 1. περιτυλίσσω, σκεπάζω 2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα *welu (αρχ. ελλ. Fελυ ), παρεκτεταμένη μορφή τής αρχικής IE *wel «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), τής οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα τού… … Dictionary of Greek
κατειλύω — (Α) περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλύω «περιτυλίγω»] … Dictionary of Greek